Εφημερίς πολιτική, κοινωνική, φιλολογική. Αθήνα, 1903-1931: 2 Ιαν. 1903 - 20 Μαιου 1917, περ. Α’, αρ. τχ. 1-609• 15 Δεκ. 1918 - Δεκ. 1924, περ. Β’, αρ. τχ. 610- 785• Οκτ. 1929 - Αύγ. 1931, περ. Γ’, αρ. τχ. 786-805. Εκδότες: Δ.Π. Ταγκόπουλος (αρ. τχ. 1-609), εταιρεία «Τύπος» (αρ. τχ. 610-708 και 770-779), «Αθηναϊκό Βιβλιοπωλείο Χ. Γανιάρης» (αρ. τχ. 709-769), εκδοτικός οίκος Γ.Ι. Βασιλείου (αρ. τχ. 780- 785), Π.Δ. Ταγκόπουλος (αρ. τχ. 786-805). Διευδυντές: Δ.Π. Ταγκόπουλος (αρ. τχ. 1-780), Π. Δ. Ταγκόπουλος (αρ. τχ. 781-805). Άλλος υπότιτλος: Λογοτεχνική επιθεώρηση (αρ. τχ. 746-805). Μότο: «Μη ζητάς στα λατινικά πως θα μιλήσεις καλά γερμανικά. Ρώτα τη μάνα στο σπίτι, τα παιδιά στους δρόμους, τον απλοϊκό άνθρωπο στο παζάρι. Κοίταξέ τους στο στόμα πως μιλούν κι έτσι γράφε (Λούθηρος)» (αρ. τχ. 248-267, και άλλες επιγραφές). Δισεβδομαδιαίο, τεσσάρων / οκτώ / δώδεκα σελίδων, τρίστηλο, διαστάσεων 43,5 x 31,5 εκ. αρχικά, παρουσιάζει κατόπιν αλλαγές. Τιμή τεύχους: 5 λεπτά. Τυπογραφείο: Κ. Χαιρόπουλου (αρχικά). Το κατεξοχήν όργανο του μαχητικού δημοτικισμού στις αρχές του 20ου αιώνα. Κατά την πρώτη περίοδο, η πορεία του είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία του γλωσσικού ζητήματος. Στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων του ανήκουν επίσης τα εκπαιδευτικά θέματα, και, λιγότερο, τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Ασκεί δριμεία κριτική της πολιτικής ζωής και, με μαχητικότητα, βάλλει κατά της δημαγωγίας, του κομματισμού κ.ά. Ωστόσο, όταν το γλωσσικό ζήτημα άρχισε να συνδέεται με την πολιτική και κοινωνική αλλαγή και τον σοσιαλισμό ο εκδότης του υποστήριξε συντηρητικότερες απόψεις. Πάντως, η σχετική διαμάχη διεξάγεται από τις στήλες του. Στην αρχή της επανέκδοσής του, το 1918, δεν παρουσιάζονται αλλαγές στον χαρακτήρα του, αλλά σύντομα μετατρέπεται σε λογοτεχνικό κυρίως περιοδικό (το 1923 αλλάζει και ο υπότιτλός του), χωρίς ωστόσο να πάψει να ενδιαφέρεται για το γλωσσικό ή άλλα ζητήματα που το είχαν απασχολήσει κατά την προηγούμενη περίοδο• και βέβαια η θέση του στο γλωσσικό παραμένει ψυχαρική. Όσον αφορά τη λογοτεχνική θεωρία, αποτελεί τον ιδεολογικό αντίποδα των «παρακμιών» του π. Μούσα. Ο Κ. Παρορίτης π.χ., μεταφέρει την μαρξιστική αντίληψη της τέχνης: «η Τέχνη, όπως όλα τα πνευματικά προϊόντα του ανθρώπου, είναι φαινόμενο κοινωνικό, […] καθαρός καθρέφτης της κοινωνίας όπου αντανακλώνται κυρίως οι οικονομικές σχέσεις αυτής της κοινωνίας» (αρ. τχ. 781). Ανάλογα και ο Ρήγας Γκόλφης μιλώντας για τον κόκκινο τράγο του Παρορίτη, υπογραμμίζει ότι «ξεσκεπάζει την ψυχή των βασανισμένων, δείχνει την σαπίλα που τρώει τη λεγόμενη “καλή κοινωνία”». Με αυτές τις προϋποθέσεις, η κριτική στάση του περιοδικού δεν μπορεί να είναι παρά αντικαβαφική. Με την επανέκδοσή του, για τρίτη φορά, φιλοδοξεί να γίνει και πάλι ένας «αληθινός προστάτης και οδηγός» για τους νέους των γραμμάτων. Ωστόσο, παρά την ειλικρινή του πρόθεση, στην πραγματικότητα αποτελεί κατεστημένη φωνή, έκφραση της προηγούμενης περισσότερο γενιάς. Ούτως ή άλλως, γέννημα της εποχής του το ίδιο, δεν μπορεί παρά να καθρεφτίζει τα αδιέξοδα του καιρού του, πολιτικά, κοινωνικά και λογοτεχνικά, και να εγκλωβίζεται έτσι στην εξάντληση των ίδιων του των προγραμματικών αρχών, που απηχούν ακόμη τις μέρες των γλωσσικών αγώνων. Έτσι, η προσπάθειά του φαίνεται να είναι από την αρχή καταδικασμένη παρά τις ευχές παλαιών φίλων• ενώ συγκεντρώνει όλο το παλαιό «επιτελείο» του (Παλαμά, Μαλακάση, Παρορίτη, Φιλήντα, Κουκούλα, Γκόλφη, Καρθαίο) και κάποιους νεότερους (Θρ. Σταύρου, Ι. Περσάκη, Λιλή Ιακωβίδη), στην πραγματικότητα το μοναδικό εμπόδιο για την επιβίωσή του είναι το ότι οι γλωσσικοί αγώνες, που έδιναν νόημα στην ύπαρξή του, έχουν πλέον περάσει σε άλλη φάση, όπως παραδέχεται και η ίδια η συντακτική ομάδα (αρ. τχ. 786). Όμως, η προσκόλλησή του στο δημοτικιστικό κανόνα και η δυσκολία του να παρακολουθήσει τις νεότερες λογοτεχνικές εξελίξεις το εμποδίζουν ουσιαστικά να ανανεωθεί και να επιβιώσει. Γενικότερα, ο προσανατολισμός του παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, γλωσσικός και εκπαιδευτικός, όπως μαρτυρούν και οι σταθερές στήλες «Γλωσσικά» και «Ονοματολογικά», καθώς και τα άρθρα που αφορούν στην εκπαίδευση, τα οποία παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς περιστρέφονται γύρω από το ζήτημα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Η ενασχόληση με το παλαμικό έργο και η προβολή του συνιστούν βέβαια έμμεση αμφισβήτηση ή απόρριψη άλλων αξιών: του Σολωμού, του Καβάφη, του Καρυωτάκη, που κάποτε εκφράζεται ανοιχτά• το άρθρο, λ.χ., του Παρορίτη με τίτλο «Κριτικός υστερισμός πάνω στο Σολωμό» (αρ. τχ. 788) σκιαγραφεί πλαγίως τον Γιάννη Αποστολάκη, ουσιαστικά όμως βάλλει κατά του ανολοκλήρωτου σολωμικού έργου και υποβάλλει την σύγκριση με τον Παλαμά. Σαφής επίσης είναι ο αντικαβαφισμός του περιοδικού (λ.χ. το άρθρο του Αδαμ. Παπαδήμα με τίτλο «Καβαφική φυλλοξήρα», αρ. τχ. 792), και δεν είναι τυχαίο ότι αυτός αποτελεί το μόνο σημείο στο οποίο θα συνηγορήσει ανεπιφύλακτα με το Ελεύθερο Πνεύμα (αρ. τχ. 790). Ό,τι πρωτίστως ενδιαφέρει είναι η καθαρότητα της γλώσσας. Μια ανάγνωση της στήλης «Χωρίς γραμματόσημο», όπου κρίνονται οι συνεργασίες που στέλνονται στο περιοδικό, πείθει γι αυτό. Ποιήματα «ανακατωμένα με καθαρεύουσες και ψευτομοντερνισμούς» δεν έχουν θέση μαζί και ό,τι θυμίζει «καβάφειο ποίηση» και κοσμοπολιτισμό (αρ. τχ. 787). Ιδιαίτερο επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει η απάντηση του Παρορίτη στο Ελεύθερο Πνεύμα του Γ. Θεοτοκά (αρ. τχ. 790)• διαβάζοντας τον αντιδογματισμό του Θεοτοκά ως το «σήμα του κιντύνου» που εκπέμπει η αστική τάξη μπροστά στο νέο δόγμα της κοινωνικής μεταβολής που ανατέλλει, του υπενθυμίζει ότι υπάρχουν δόγματα «νεκρά σαν κι εκείνα που παλεύουν απεγνωσμένα να καθιερώσουν το Σολωμό» και δόγματα ζωντανά και έτοιμα να αντικατασταθούν από άλλα πιο ζωντανά. Στη βιβλιοκρισία του για το Η ζωή εν τάφω του Στρ. Μυριβήλη και το Η πιάτσα του Ν. Κατηφόρη (αρ. τχ. 800), υπερασπιζόμενος το δόγμα της ωφελιμιστικής τέχνης, υποστηρίζει πως δεν είναι αρκετή η αντικειμενική σκιαγράφηση της πραγματικότητας, αλλά ότι οι λογοτέχνες πρέπει να καθορίζουν την «πηγή του κακού» και να υποδεικνύουν τα «μέσα θεραπείας» της κοινωνίας: «Τέχνη ουδέτερη, σημαίνει απλούστατα τέχνη αντιδραστική». Παρομοίως, στο άρθρο του «Για τη μοντέρνα τέχνη» (αρ. τχ. 792), με αφορμή το μυθιστόρημα του Θράσου Καστανάκη Στο χορό της Ευρώπης, επικρίνει την εκζήτηση του ύφους της μοντέρνας τέχνης της, κατά βάση όμως το πρόβλημα είναι η «αντικειμενική τέχνη» του συγγραφέα, η οποία αποτελεί και τον «επιθανάτιο ρόγχο της αστικής τέχνης». Για λίγο (Απρ. 1930 — Φεβρ. 1931) στις σελίδες του φαίνεται να φουντώνει μια έντονη συζήτηση με αισθητικά και ιδεολογικά ζητούμενα. Ο Μ. Σπιέρος (Ν. Κάλας) αντιτάσσει στην «Αιώνια μοντέρνα τέχνη» την «Προλετταριανή τέχνη» (αρ. τχ. 798)• εξαρχής ορίζει τη διαφορά απόψεων με τον Θ. Καστανάκη ως «ταξική» και τον συνομιλητή του ως «ιδεολογικό αντίπαλο». Είναι προφανές ότι ο Κάλας έχει διαφορετικές από τον Παρορίτη αφετηρίες, σαφή μαρξιστική ιδεολογική συγκρότηση, αλλά και βαθιά γνώση της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αφού στο άρθρο του αυτό, γραμμένο τον Ιανουάριο 1931, αναφέρεται ήδη στον Οδυσσέα του James Joyce. Ενδιαφέρον, στο ίδιο τεύχος, είναι το εκτενές άρθρο του Γ. Θεοτοκά με τίτλο «Εσωτερικές έρευνες», γραμμένο με αφορμή Τα τετράδια του Παύλου Φωτεινού του Στέλιου Ξεφλούδα• ο Θεοτοκάς διακρίνει μάλιστα τρεις βασικές πεζογραφικές κατευθύνσεις: την τάση προς το επικό μυθιστόρημα (εκπρόσωπος ο Μυριβήλης), την κοσμοπολιτική (εκπρόσωπος ο Καστανάκης) και τον εσωτερισμό, την τάση για ενδοσκόπηση και αυτοανάλυση, που συμπτωματικά μόνο εμφανίζεται μετά τον πόλεμο έντονα. Ως προς την υπόλοιπη ύλη του, αυτή παρουσιάζει μικρό ενδιαφέρον: τα εικαστικά σχεδόν δεν σχολιάζονται, ενώ ούτε θεατρικές ειδήσεις και σχόλια φιλοξενούνται συστηματικά.

Χ.Λ. ΚΑΡΑΟΓΛΟΥ — ΙΩΑΝΝΑ ΝΑΟΥΜ, Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου, 1784-1974, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2008.