Ημερολόγιον Σκόκου


Κοσμόπολις - Ημερολόγιος Σκόκου

Στο τέλος του 1885, ο Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος (1854-1929), Κυκλαδίτης την καταγωγή, κυκλοφόρησε έναν μικρό τόμο με τίτλο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του έτους 1886, έτος Α΄, εν Αθήναις, εκ του Τυπογραφείου «Ανδρέου Κορομηλά» και «Κοραή» Ανέστη Κωνσταντινίδη, 1885. Πρόθεση του εκδότη ήταν να παρουσιάσει κάτι καινούργιο στο αναγνωστικό κοινό και να συγκεντρώσει «τας λεπτοτέρας και αττικωτέρας ευφυιας των παρ’ ημίν δημοσιολόγων» (τόμ. 1886, σ. 60). Εν τούτοις εκείνη η πρώτη εμφάνιση δεν ξεπερνούσε ανάλογα πολυπληθή δημοσιεύματα της εποχής, μια συγκέντρωση ευθυμογραφημάτων, σκαλαθυρμάτων και γελοιογραφιών, δίχως ιδιαίτερες αξιώσεις. Τίποτε δηλαδή δεν προοιωνιζόταν την κατοπινή εξέλιξη εκείνης της έκδοσης, που σύντομα επρόκειτο να μεταμορφωθεί και να γίνει το πιο σημαντικό ελληνικό Ημερολόγιο, καθώς και ένα από τα μακροβιότερα περιοδικά έντυπα.

Το Ημερολόγιο Σκόκου αποβαίνει με τον καιρό το δημοφιλέστερο έντυπο της εποχής του. Στις σελίδες του, που συνήθως ξεπερνούν τις τετρακόσιες, φιλοξενεί τα πιο σημαντικά ονόματα της σύγχρονής του ελληνικής λογοτεχνίας και καθρεφτίζει τη λογοτεχνική παραγωγή των χρόνων του. Γίνεται επομένως πραγματικά Εθνικόν Ημερολόγιον, όπως μετονομάστηκε λίγο αργότερα, το 1891. Η διάρκεια της ζωής του ήταν τριαντατρία ολόκληρα χρόνια, ώς το 1918, ενώ το αναγνωστικό κοινό του δεν περιοριζόταν στην Αθήνα και στον τότε μικρό ελλαδικό χώρο, αλλά επεκτεινόταν ώς τις εσχατιές της ελληνικής Διασποράς. Και ήταν κυρίως το αναγνωστικό κοινό του αλύτρωτου Ελληνισμού και της Διασποράς, που δέχτηκε και στήριξε αυτό το είδος του εντύπου, μέσα από το οποίο επικοινωνούσε με τις ρίζες του και παρακολουθούσε, όχι ίσως την πρωτοπορία, σίγουρα όμως την εικόνα και την πορεία των ελληνικών γραμμάτων. Στις σελίδες του συνεργάστηκαν τόσο οι εκπρόσωποι μιας εποχής που έφευγε, όπως ο Αχιλλέας Παράσχος, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο Ειρηναίος Ασώπιος, ο Εμμανουήλ Ροιδης κ.ά., όσο κατεξοχήν η νέα λογοτεχνική γενιά του 1880, οι συνοδοιπόροι και οι συνεχιστές της: ο Παλαμάς, ο Δροσίνης, ο Στρατήγης, ο Γρυπάρης, ο Μαλακάσης, ο Πορφύρας, καθώς και ο Παπαδιαμάντης, ο Μωραϊτίδης, ο Καρκαβίτσας, ο Νιρβάνας, ο Ξενόπουλος, ο Κ.Χατζόπουλος, ο Βλαχογιάννης και άλλοι πολλοί. Αλλά και εκείνοι που πρωτοεμφανίζονται στα τελευταία χρόνια της έκδοσής του, όπως ο Βουτυράς, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Ρώμος Φιλύρας. Το Ημερολόγιο Σκόκου ήταν το έντυπο, που μαζί με ένα-δυό άλλα, πρωτοπαρουσίασε τον Καβάφη, στην προσπάθειά του να προβάλει, παράλληλα με τα αθηναϊκά, και τα γράμματα του αλύτρωτου Ελληνισμού και της Διασποράς. Ο Σκόκος μάλιστα έδειχνε ιδιάιτερο ενδιαφέρον για τη συμμετοχή συνεργατών του έξω Ελληνισμού και πάντοτε τόνιζε αυτή την παρουσία. Επίσης σημαντική ήταν και η γυναικεία παρουσία στους τόμους του Ημερολογίου, όπου έχουν γράψει η Καλλιρόη Παρρέν, η Ειρήνη Αθηναία και άλλες «γράφουσες Ελληνίδες».

Εκτός από την ποίηση και το διήγημα, στην ενηλικίωση του οποίου έχει σημαντικά συμβάλει, στο Ημερολόγιο υπάρχει το πεζοτράγουδο, που τότε εμφανίζεται στην Ελλάδα, το θεατρικό μονόπρακτο, το ταξιδιωτικό χρονικό. Ακόμη υπάρχουν άρθρα ιστορικού, κοινωνιολογικού, φιλολογικού, φιλοσοφικού και λαογραφικού ενδιαφέροντος, που υπογράφουν ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο Σπυρίδων Λάμπρος, ο Νικόλαος Πολίτης, ο Σπυρίδων Δε Βιάζης κ.ά., καθώς και συνεργασίες με ποικίλο εγκυκλοπαιδικό περιεχόμενο.

Η διάδοση, η επιτυχία και η μακροβιότητα του Ημερολογίου Σκόκου στηρίχτηκε, εκτός από το επίπεδο των συνεργασιών, και στην εμφάνισή του. Η εκλεκτή ποιότητα του χαρτιού, τα τυπογραφικά στοιχεία και η εκτύπωση, η πλουσιότατη εικονογράφηση και η φροντισμένη σελιδοποίηση, η βιβλιοδεσία και η συνολική καλαίσθητη εμφάνισή του συντελούν, ώστε ο κομψός τόμος που κυκλοφορούσε στο τέλος κάθε χρόνου να συναριθμείται μεταξύ των πιο ωραίων εκδόσεων της εποχής. Στο Ημερολόγιο Σκόκου επίσης πρωτοεμφανίζεται, τουλάχιστον με τη μορφή και την έκταση που έλαβε, η συνήθεια να παρατίθεται η φωτογραφία των συνεργατών του. Χάρη στην πρωτοβουλία αυτή του Σκόκου έχουν διασωθεί οι εικόνες πολλών Ελλήνων λογίων, κυρίως του έξω Ελληνισμού.

Όλα όμως τα προηγούμενα, εκλεκτοί συνεργάτες, καλαίσθητη εμφάνιση, μακροβιότητα, διασπορά και αριθμός αναγνωστών (έφτασε να τυπώνεται σε τέσσερις χιλιάδες αντίτυπα, αριθμό διόλου ευκαταφρόνητο για τα δεδομένα της εποχής), οφείλονται στις φροντίδες και στην αγάπη του Σκόκου για το δημιούργημά του, αλλά και στη μοναδική ικανότητά του να αποκτά και να διατηρεί τους αναγνώστες και τους συνεργάτες του. Όσοι έχουν γράψει για τον Σκόκο, αναφέρονται στην αφοσίωση με την οποία είχε δοθεί στο σχεδιασμό, στην κατάρτιση, στην επιμέλεια και στην κυκλοφορία κάθε τόμου. Μολονότι συγγραφέας ο ίδιος, με ικανό αριθμό βιβλίων, έστρεφε όλη την προσοχή και το ενδιαφέρον του στο Ημερολόγιο, λες και είχε διαισθανθεί ότι η επιβίωση της μνήμης του θα έμενε άρρηκτα συνδεδεμένη με εκείνο. Ήταν μάλιστα τόσο δεμένος μαζί του, ώστε όταν (εξαιτίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) η έλλειψη των μέσων που του έδιναν την καλή εμφάνιση, οι οικονομικές δυσχέρειες και ο αποκλεισμός των συνδρομητών του εξωτερικού τον ανάγκασαν να σταματήσει την έκδοσή του, για να μην ευτελίσει την ποιότητα, πολλοί θεώρησαν πως είχε πεθάνει. Από τη στιγμή που σταμάτησε να εκδίδεται το Ημερολόγιο, ο Σκόκος είχε ουσιαστικά παύσει να ζει. Είχε ταυτίσει σχεδόν τη ζωή του με εκείνο και το φρόντιζε περισσότερο με τη στοργή του πατέρα, παρά με το οικονομικό ενδιαφέρον του εκδότη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • Γεώργιος Σουρής, εφ. Ο Ρωμηός, 26 Οκτ. 1885 και 5 Νοεμβρ. 1888
  • Παύλος Νιρβάνας, «Ένας άνθρωπος και ένα βιβλίο», περ. Νέα Εστία 5 (1929), σσ. 324-326
  • Γρηγόριος Ξενόπουλος «Παλαιά Ελληνικά Ημερολόγια’’», Ελληνικόν Ημερολόγιον Ορίζοντες, έτος πρώτον, Αθήναι 1942, σσ. 19-24
  • Στέφανος Διαλησμάς, «Το Ημερολόγιον Σκόκου και τα πάθη των συνεργατών του», Αθηναϊκό Ημερολόγιο 1997 Γ.Κ. Καιροφύλα —Σ. Γ. Φιλιππότη, έτος όγδοο, Αθήνα 1997, σσ. 130- 136 (από όπου προέρχεται το παρόν απόσπασμα)
  • Βλ. επίσης, Δ. Δασκαλόπουλος, «Ημερολόγια», λήμμα στην Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος- Λαρούς-Μπριτάννικα και Μαρία Ρώτα, «Κωνστ. Φ. Σκόκου, επιστολικό δελτάριο προς τον Κ. Χατζόπουλο», περ. Τεύχη του ΕΛΙΑ, τόμος δεύτερος, Αθήνα 1989, σσ. 258.
Στέφανος Διαλησμάς